- κακουργῶ
- κακουργέωdo evilpres subj act 1st sg (attic epic doric)κακουργέωdo evilpres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κακουργώ — (AM κακουργῶ, έω) [κακούργος] κάνω κακούργημα, είμαι κακούργος, κάνω το κακό («ἀδικεῑν καὶ κακουργεῑν», Αριστοφ.) νεοελλ. μσν. (για πληγές) κακοφορμίζω, χειροτερεύω αρχ. 1. βλάπτω, επιφέρω βλάβη ή κακό, προκαλώ ζημία («ἵππος ἢν κακουργῇ», Ξεν.) 2 … Dictionary of Greek
κακουργώ — κακούργησα, κάνω κακό και μάλιστα έγκλημα: Μη φωνάζεις έτσι, δεν κακούργησα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακούργω — κάκουργος doing ill masc/fem/neut nom/voc/acc dual κάκουργος doing ill masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) κακοῦργος masc/fem/neut nom/voc/acc dual κακοῦργος masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακούργῳ — κάκουργος doing ill masc/fem/neut dat sg κακοῦργος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακακούργητος — ἀκακούργητος, ον (AM) [κακουργῶ] μσν. 1. αυτός που δεν έχει υποστεί κακουργία 2. ο άδολος, ο απλός αρχ. ο αβλαβής … Dictionary of Greek
κακοποιώ — (AM κακοποιῶ, έω) [κακοποιός] (μτβ. και αμτβ.) κάνω κακό, αδικώ, βλάπτω, κακουργώ («πλεῑστοι κλέπται κυπτάζειν καί κακοποιεῑν», Αριστοφ.) νεοελλ. 1. βιάζω γυναίκα, ατιμάζω 2. φρ. «κακοποιώ την αλήθεια» ψεύδομαι, διαστρεβλώνω την αλήθεια νεοελλ.… … Dictionary of Greek
κακοπράσσω — (Μ) κακουργώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * (< επίρρ. κακά) + πράσσω] … Dictionary of Greek
κακούργημα — το (AM κακούργημα) [κακουργώ] 1. μεγάλο και βαρύ έγκλημα («η πράξη του θεωρήθηκε κακούργημα») 2. απάνθρωπη πράξη μσν. αρχ. κακό έργο, κακό τέχνασμα, δόλος, απάτη («ἔτι τούτου μεῑζον κακούργημα θεάσασθε», Δημοσθ.) … Dictionary of Greek
κεκακουργημένως — (Α) επίρρ. με κακία, με κακούργο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεκακουργημένος, μτχ. παθ. παρακμ. του κακουργώ «βλάπτω»] … Dictionary of Greek
προσκακουργώ — έω, Α [κακουργῶ] βλάπτω επί πλέον … Dictionary of Greek